γεντέκι

γεντέκι
το
1. σκοινί με το οποίο ρυμουλκείται βάρκα
2. η βάρκα
3. άλογο που το οδηγεί κανείς πεζός, κρατώντας το χαλινάρι του
4. δοχείο με έτοιμο ζεστό νερό στα καφενεία*
5. τα γεντέκια
επικουρικά ιππικά στρατεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yedek «σχοινί με το οποίο σέρνει κανείς ζώο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πάρολκος — ο, ΝΑ [παρέλκω] ναυτ. χοντρό σχοινί με το οποίο ρυμουλκούνται πλοία ή άλλα πλωτά μέσα από την ξηρά ή από πλοίο που βρίσκεται στην παραλία ή στην όχθη ποταμού, ή λίμνης ή διώρυγας, κν. γεντέκι νεοελλ. 1. πρόσθετος ολκός μεγάλης κεραίας που… …   Dictionary of Greek

  • παρέλκω — ΝΑ [έλκω] 1. παρελκύω, σέρνω κάτι στην άκρη 2. (για χρόνο) α) επιμηκύνω, παρατείνω («τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον παρέλκειν ὀλίγας ἡμέρας», Πολύβ.) β) αναβάλλω («μηδὲν παρέλκων» χωρίς αναβολή) 3. ναυτ. σέρνω, ρυμουλκώ από την ξηρά με πάρολκο και αντίθετα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”